θεμελιακός

θεμελιακός
-ή, -ό (Α θεμελιακός, -ή, -όν) [θεμέλιο]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί θεμέλιο
νεοελλ.
μτφ. βασικός, ριζικός, θεμελιώδης («οι θεμελιακές αρχές τού σοσιαλισμού»).
επίρρ...
θεμελιακός και -ά
θεμελιωδώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεμελιακός — ή, ό βασικός: Η ελευθερία της βούλησης αποτελεί θεμελιακό ζήτημα της ηθικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεμελιακῶν — θεμελιακός of fem gen pl θεμελιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελιώδης — ες (κυριολ. και μτφ.) αυτός που χρησιμεύει ως θεμέλιο, ως βάση, βασικός, ουσιώδης, θεμελιακός («θεμελιώδης κανόνας»). επίρρ... θεμελιωδώς με θεμελιώδη τρόπο, με βασικό τρόπο, βασικά, ουσιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιο + καταλ. ώδης* (πρβλ. ευ ώδης …   Dictionary of Greek

  • μόρφωση — η (ΑΜ μόρφωσις) [μορφώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μορφώνω, διαμόρφωση, διάπλαση, σχηματισμός νεοελλ. 1. (φιλοσ.) ο θεμελιακός προσανατολισμός τού ανθρώπου προς τους παράγοντες που καθορίζουν τη ζωή του και η απόκτηση μιας σωστής και… …   Dictionary of Greek

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • αρχή — η 1. έναρξη, αφετηρία τοπική ή χρονική: Βρίσκεται στην αρχή της σταδιοδρομίας του. – Είμαστε στην αρχή του δρόμου. 2. η πρώτη αιτία, αφορμή: Αυτή ήταν η αρχή του κακού. 3. θεμελιακός ηθικός κανόνας: Αυτό είναι αντίθετο με τις αρχές μου. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεμελιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, βασικός, θεμελιακός, πρωταρχικός: Θεμελιώδης σημασία. – Θεμελιώδες φυσικό φαινόμενο. – Θεμελιώδεις αρχές της νόησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”